- νύσσω
- (ΑΜ νύσσω, Α αττ. τ. νύττω)τρυπώ με οξύ όργανο, κεντώ («ἀλλ' εἷς τῶν στρατιωτών λόγχη αὐτοῡ τὴν πλευρὰν ἔνυξε», ΚΔ)μσν.-αρχ.1. κινώ, ανακινώ2. μτφ. πειράζω, πληγώνωαρχ.1. πλήττω, χτυπώ («χθόνα... ἵπποι νύσσοντες χηλῇσι», Ησίοδ.)2. ωθώ ελαφρά, σκουντώ3. ενοχλώ4. παροτρύνω5. (σχετικά με αισθητήριο όργανο) προκαλώ ερεθισμό6. παθ. νύσσομαι(για νεύρο) υφίσταμαι χαλάρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νύσσω δεν έχει αντίστοιχους τ. στις άλλες ΙΕ γλώσσες. Παρ' όλα αυτά, έχει συνδεθεί με γερμ. και σλαβ. τ., πρβλ. γερμ. nucken «κουνώ το κεφάλι», αρχ. σλαβ. nukati, njukat «διεγείρω, ενθαρρύνω». Η σύνδεση όμως με τους τύπους αυτούς θα σήμαινε την ένταξη τού ρήματος στην οικογένεια τού νεύω* (πρβλ. λατ. nuō), άποψη που προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.